-
1 церковь
-кви, γεν. πλθ. -ей, δοτ. -ам θ.1. εκκλησία•православная церковь ορθόδοξη εκκλησία•
католическая церковь καθολική εκκλησία•
отделение -и от государства ξεχωρισμός της εκκλησίας από το κράτος•
отцы -и οι πατέρες της εκκλησίας.
2. το κτίριο (της χριστιανικής θρησκείας)•городская церковь η εκκλησία της πόλης•
пятиглавая церковь εκκλησία με πέντε τρούλους•
каменная церковь λιθόκτιστη εκκλησία.
-
2 церковь
церковьж ἡ ἐκκλησία:православная \церковь ἡ ὀρθόδοξη [-ος] ἐκκλησία· католическая \церковь ἡ καθολική ἐκκλησία. -
3 богослужение
-
4 православный
православный ορθόδοξος· \православныйая церковь η ορθόδοξη εκκλησία* * *правосла́вная це́рковь — η ορθόδοξη εκκλησία
-
5 церковь
-
6 погост
-а α.1. νεκροταφείο αγροτικό.2. (παλ. κ. απλ.) εκκλησία με νεκροταφείο.(διαλκ.) εκκλησία με περιτειχισμένο προαύλιο. -
7 православный
православ||ныйприл ὁρθόδοξος:\православныйная церковь ἡ ὀρθόδοξη [-ις] ἐκκλησία. -
8 секуляризация
секуляриз||а́цияж ист. ὁ χωρισμός ἀπό τήν ἐκκλησία, ἡ κοσμικοποίηση. -
9 секуляризировать
секуляриз||ироватьсов и несов χωρίζω (или ἀποσπώ) ἀπό τήν ἐκκλησία, κοσμικοποιώ. -
10 церковь
[τσιέρκαφ'/] ουσ. θ. εκκλησία -
11 церковь
[τσιέρκαφ'] ουσ θ εκκλησία -
12 англиканский
επ.αγγλικανικός•-ая церковь αγγλικανική εκκλησία.
-
13 бал
-а α. προθτ. о -ле, на -лу, πλθ. -ыχορός, χοροεσπερίδα, μπάλλος бал - маскарад χορός μεταμφιεσμένων, μπάλ-μασκέ.εκφρ.- кончен бал – τέλειωσε η εκκλησία (τέλος οριστικό)). -
14 вклад
-а α.1. κατάθεση, καταβολή•вклад денег в сберегательной кассе κατάθεση χρημάτων στο ταμιευτήριο.
2. προσφορά, αφιέρωση, τάμα (σε εκκλησία, μοναστήρι).3. μτφ. συμβολή, συνεισφορά, συνδρομή•ценный вклад в науку πολύτιμη συμβολή στην επιστήμη.
-
15 западный
επ.δυτικός•западный ветер δυτικός άνεμος•
-ая граница τα δυτικά σύνορα•
в -ом направлении προς τα δυτικά•
-ая церковь η ρωμαιοκαθολική εκκλησία.
-
16 капелла
-ы θ.1. χορωδία.2. παρεκκλήσι καθολικό, καπέλα. || διαμέρισμα στην καθολική εκκλησία. -
17 кирка
-
18 ковш
-а α.1. αντλητήρι, δοχείο άντλησης.2. (τεχ.) κάδος εκσκαφέα. || χοάνη• χωνί. || μυχός κόλπου. || καδί οινοπνΐ• ποτών.εκφρ.чужим -ом добром подносить – με ξένα κόλλυβα δεν πάνε στην εκκλησία. -
19 латинский
επ.λατινικός•латинский язык λατινική γλώσσα•
-ая Америка Λατινική Αμερική.
|| παλ. καθολικός•-ая церковь η καθολική εκκλησία.
-
20 лютеранский
επ.λουθηριανός•-ая церковь λουθηριανή εκκλησία.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
εκκλησία — εκκλησία, η και εκκλησιά, η 1. το σύνολο των χριστιανών, ο χριστιανισμός, η χριστιανοσύνη. 2. το σύνολο των θρησκευτικών λειτουργών και ιδρυμάτων μιας χώρας, που υπάγονται σε αυτοκέφαλη ορθόδοξη εκκλησιαστική εξουσία: Η Εκκλησία της Κύπρου. 3. το … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐκκλησία — ἐκκλησίᾱ , ἐκκλησία assembly duly summoned fem nom/voc/acc dual ἐκκλησίᾱ , ἐκκλησία assembly duly summoned fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εκκλησία — Η αρχική σημασία της λέξης ήταν συνάθροιση του λαού, σύναξη. Ο χριστιανισμός έδωσε στον όρο ειδική σημασία, ώστε ε. να ονομάζεται πλέον το σύνολο των χριστιανών και κατ’ επέκταση οι χριστιανοί που ανήκουν πολιτικά σε ένα κράτος (π.χ. Ε. της… … Dictionary of Greek
εκκλησία του δήμου — Στην ελληνική αρχαιότητα ονομάζονταν έτσι οι λαϊκές συνελεύσεις, που αποτελούσαν το ανώτατο όργανο άσκησης της εξουσίας στη δημοκρατική πολιτεία. Στην ε. του δ. συμμετείχαν, με δικαίωμα λόγου και ψήφου, όλοι οι πολίτες –οι ελεύθεροι από πατέρα… … Dictionary of Greek
ἐκκλησίᾳ — ἐκκλησίαι , ἐκκλησία assembly duly summoned fem nom/voc pl ἐκκλησίᾱͅ , ἐκκλησία assembly duly summoned fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Επισκοπαλική Εκκλησία — Εκκλησία που αποσπάστηκε από την Αγγλικανική και έγινε ανεξάρτητη κατά την περίοδο της Αμερικανικής επανάστασης. Το έτος ίδρυσής της τοποθετείται στο 1789, όταν επικυρώθηκε στη Φιλαδέλφεια γενική εκκλησιαστική συνθήκη της Προτεσταντικής Εκκλησίας … Dictionary of Greek
Ορθόδοξη Εκκλησία — Ονομασία με την οποία χαρακτηρίζονται οι ανατολικές χριστιανικές κοινότητες, που ύστερα από μακρές αντιθέσεις, χωρίστηκαν από τη Ρώμη μετά το σχίσμα (11ος αι.), προπάντων γιατί ήταν αντίθετες στο θέμα του πρωτείου του πάπα σε όλο τον χριστιανικό… … Dictionary of Greek
Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία — (ή απλώς Καθολική ή Δυτική). Η χριστιανική Εκκλησία που υπάγεται στον πάπα της Ρώμης. Στην Ελλάδα παλιότερα χρησιμοποιούνταν ο όρος Δυτική ή Παπική Εκκλησία· ο όρος Δυτική όμως δεν είναι ορθός, γιατί στη Δύση υπάρχουν και άλλες Εκκλησίες, όπως οι … Dictionary of Greek
Ευαγγελική Εκκλησία — Προτεσταντική ομολογία την οποία ίδρυσε, αρχικά με την ονομασία Ευαγγελική Εταιρεία, ο Αμερικανός μεθοδιστής Ιάκωβος Άλμπρεχτ (1759 1808). Αργότερα, το 1922, μετονομάστηκε Ευαγγελική Εκκλησία. Η διδασκαλία της είναι κράμα μεθοδισμού και ηθικού… … Dictionary of Greek
Αλβανίας, Ορθόδοξη Εκκλησία — Ανακηρύχθηκε αυτοκέφαλη το 1937 με την έκδοση σχετικού πατριαρχικού και συνοδικού τόμου του οικουμενικού πατριαρχείου Κωνσταντινούπολης. Αφού δέχτηκε διωγμούς και διώξεις από το κομουνιστικό καθεστώς της χώρας, μέχρι την πλήρη εξάρθρωσή της,… … Dictionary of Greek
Καθολική Εκκλησία — Βλ. λ. Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία … Dictionary of Greek